ιεροεξεταστής — ὁ 1. (κατά τον μεσαίωνα) μέλος τού δικαστηρίου τής Ιεράς Εξετάσεως 2. αυτός που υποβάλλει κάποιον σε σκληρά βασανιστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + εξεταστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Αιών (πρβλ. και ιερεξεταστής)] … Dictionary of Greek
Ιερά Εξέταση — (Ιnquisitio). Εκκλησιαστικό δικαστήριο που ιδρύθηκε μεταξύ 12ου και 13ου αι., με σκοπό να καταπολεμήσει τις αιρέσεις. Παλαιότερο προηγούμενο τέτοιου θεσμού μπορούν να θεωρηθούν οι διατάξεις των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου κατά των… … Dictionary of Greek
Τορκεμάδας, Tομά — (Torquemada, Βαλιαδολίδ ή Τορκεμάδα 1420 – Άβιλα 1498). Ισπανός ιεροεξεταστής, δομηνικανός. Απόγονος Εβραίων, διετέλεσε μοναχός του τάγματος των Δομηνικανών και ηγούμενος της μονής Σεγκοβίας (1460 82). Εξομολογητής του Φερδινάνδου του Καθολικού… … Dictionary of Greek
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek
ιερεξεταστής — ο ο ιεροεξεταστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + εξεταστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Εμμ. Ροΐδη] … Dictionary of Greek
ιεροεξεταστικός — ή, ό [ιεροεξεταστής] αυτός που αναφέρεται στην Ιερά Εξέταση ή στον ιεροεξεταστή … Dictionary of Greek
ιεροκρίτης — ὁ κριτής τής Ιεράς Εξετάσεως, ο ιεροεξεταστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κρίτης (< κρίνω), πρβλ. βιβλιο κρίτης, δικαιο κρίτης] … Dictionary of Greek
υπαρξισμός — (existentialisme). Σύγχρονο φιλοσοφικό ρεύμα, που παίρνει το όνομά του από την αντίληψη ότι η φιλοσοφία δεν είναι αντικειμενική ή θεωρητική επιστήμη, αδιάφορη για την ύπαρξη του ανθρώπου που τη δημιουργεί, αλλά αντίθετα συνδέεται αδιάσπαστα με… … Dictionary of Greek